Η λεκτική βία είναι η πιο κοινή μορφή βίας στα σχολεία μεταξύ εφήβων, σύμφωνα με τις απαντήσεις 17 εκπαιδευτικών που συμμετείχαν σε 2 ομάδες εστίασης που διοργάνωσε η ActionAid Ελλάς. Συγκεκριμένα, χαρακτήρισαν τη λεκτική βία μεταξύ εφήβων ως εκτός ελέγχου, καθώς όπως είπαν, τα παιδιά δεν φιλτράρουν καθόλου αυτά που λένε, βρίζουν και μιλάνε άσχημα ακόμα και μπροστά στους δασκάλους, δείχνοντας πως δεν κατανοούν ότι οι προσβολές αποτελούν λεκτική βία.
Σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς, υπάρχει ένα μίγμα από είδη βίας, που ξεκινάει από λεκτική και μπορεί συχνά να καταλήξει σε σωματική, κάτι που είναι πολύ σύνηθες σε σημείο πολλές φορές να το αγνοούν όταν συμβαίνει. «Ακριβώς έξω από το σχολείο, τρεις μαθήτριες χτύπησαν τη μητέρα μίας άλλης μαθήτριας αφού πρώτα την είχαν απειλήσει λεκτικά», «δύο μαθητές στον διάδρομο του σχολείου και στην τάξη παρενοχλούσαν λεκτικά, έσπρωχναν και χτυπούσαν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες». Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί χαρακτήρισαν τη λεκτική κακοποίηση σαν μία μορφή θεωρητικής βίας, ενώ έδειξαν να πιστεύουν πως το bullying είναι ένας γενικός όρος και δεν είναι πάντα ξεκάθαρο, ούτε πώς το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι αλλά ούτε και πώς μπορούν να το διαχειριστούν. Από τη μεριά τους εμφανίζεται υψηλή ανοχή, αφήνοντας πολλές φορές τα παιδιά να διαχειριστούν περιστατικά βίας.
Τι πιστεύουν όμως οι εκπαιδευτικοί ότι είναι η βία; Κάποιες απαντήσεις ήταν: η επιβολή, οι προσβολές, ο διαδικτυακός εκφοβισμός, ο εξαναγκασμός, η στέρηση ελευθερίας, η ασέβεια, η κατάχρηση εξουσίας, η επιθετικότητα και η λεκτική και σωματική επιβολή.
Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών χαρακτήρισαν ήπιες τις επιπτώσεις των περιστατικών βίας που συμβαίνουν στα σχολεία τους, αφού συνήθως δεν υπάρχουν τραυματισμοί ή κλοπές, ενώ βλέπουν ότι πολλά περιστατικά συμβαίνουν και εκτός σχολείου, μεταφέροντας το πρόβλημα στις πλατείες και στους δρόμους.
Όπως φάνηκε η πανδημία με την τηλεκπαίδευση, ενίσχυσε τις επιθετικές συμπεριφορές με την επιστροφή των παιδιών στα σχολεία, κυρίως λόγω των περιορισμών που είχαν επιβληθεί, ενώ κατά τη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης ενισχύθηκε ο διαδικτυακός εκφοβισμός. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα μέτρα που έχουν επιβληθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως είναι οι μάσκες, μπορεί μεν να προστατεύουν, όμως δημιουργούν στους μαθητές και τις μαθήτριες ψυχολογική καταπίεση και έναν περιορισμό όσον αφορά την έκφρασή τους, κάτι που οδηγεί σε βίαιες συμπεριφορές.
Πώς όμως αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί τις βίαιες συμπεριφορές;
Κατά κύριο λόγο, θέλουν να αποφεύγουν τιμωρητικές τακτικές όπως είναι η αλλαγή σχολείου και προτιμούν να διαχειρίζονται τις βίαιες συμπεριφορές με έναν πιο παιδαγωγικό τρόπο.
Η γνωστοποίηση των περιστατικών βίας κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία μέχρι τώρα γίνεται από στόμα σε στόμα και όχι από κάποια επίσημη καταγγελία, παρόλο που σε όλα τα σχολεία που συμμετείχαν στην έρευνα, υπήρχε εκπαιδευτικός ή ειδικός στον οποίο μπορούσαν να απευθυνθούν τα παιδιά για την αναφορά τέτοιων περιστατικών.
Η απουσία ενός επίσημου μηχανισμού διαχείρισης περιστατικών βίας στα σχολεία από το Υπουργείο δείχνει να δημιουργεί άγχος και ψυχολογικό βάρος στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αναγνωρίζουν την ανάγκη ύπαρξης ψυχολόγου σε μόνιμη βάση στα σχολεία. Όπως αναφέρθηκε «τα παιδιά ζητούν συνεχώς ψυχολόγο. Πέρυσι είχαμε έναν για μία μέρα και τα ραντεβού κλείστηκαν αμέσως. Θα ήταν πολύ σημαντικό για ένα άτομο να είναι μόνιμα παρόν. Έχω παιδιά που έχουν νευρική ανορεξία, που είναι γκοθ, που αλλάζουν συνεχώς την εμφάνισή τους. Θα ήθελα να μάθω τρόπους για να μπορώ να τα προσεγγίζω. Είναι ιδανικό να έχεις έναν επαγγελματία και ειδικό που να μπορεί να προσεγγίσει παιδιά».
Οι εκπαιδευτικοί επίσης εξέφρασαν την ανάγκη για περαιτέρω επιμόρφωση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, ώστε να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τέτοια περιστατικά καθώς και το άγχος που τους δημιουργείται.
Όπως είπαν χαρακτηριστικά έχουν να διαχειριστούν κάτι που δεν γνωρίζουν και αυτό είναι η ψυχή των παιδιών! Γι’ αυτό και θα πρέπει να εκπαιδεύονται και εκείνοι και οι γονείς, «εάν δεν μπορούμε να χειριστούμε τη βία εμείς οι ίδιοι, δεν είναι δυνατόν να την αναφέρουμε. Είναι ένας κύκλος: μαθητές-γονείς-δάσκαλοι».