Είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι ενώ η πλειοψηφία των υποστηρικτών της ActionAid είναι γυναίκες, σπάνια αναφερόμαστε στις υποστηρίκτριές μας. Μιλάμε και γράφουμε για τους υποστηρικτές, τους εργαζομένους, τους εθελοντές μας, τον καθένα από μας, όλους μας, θεωρώντας φυσικά ότι συμπεριλαμβάνουμε τις υποστηρίκτριες, τις εργαζόμενες, τις εθελόντριες μας, την καθεμιά μας, όλες μας. Και δεν είμαστε η μόνη οργάνωση που δεν χρησιμοποιεί έμφυλους τύπους, δηλαδή μια συμπεριληπτική προς το φύλο γλώσσα. Πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα αναφέρονται στους πρόσφυγες, τους κρατουμένους, τους εκπαιδευτές, τους βουλευτές και τους ηγέτες αφήνοντας απέξω, ανεξαρτήτως προθέσεων, τις προσφύγισσες, τις κρατούμενες, τις εκπαιδεύτριες, τις βουλεύτριες και τις ηγέτιδες.

Και που είναι το πρόβλημα, θα μου πείτε; Λέμε ο/η βουλευτής, ο/η ηγέτης, ο/η πρόεδρος. Δεν υπάρχει κανένα γραμματικό λάθος. Τα θηλυκά παραλείπονται ως ευκόλως εννοούμενα. Πόσο ευκόλως εννοούμενες είναι, όμως, οι βουλεύτριες και οι ηγέτιδες στον κόσμο μας και πόσω μάλλον στη χώρα μας; “Όπως στις μεγάλες εταιρείες της Αμερικής και της Ευρώπης υπάρχει η αόρατη και άγραφη “γυάλινη οροφή” που εμποδίζει τις γυναίκες να ανέβουν πάνω από κάποιο ορισμένο επίπεδο της  ιεραρχίας”, γράφει ο Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο του Γλώσσα μετ’ εμποδίων[1], “έτσι και στη δική μας γλωσσική πραγματικότητα υπάρχει μια αόρατη οροφή που παραδέχεται γυναίκες εργάτριες και καθαρίστριες, άντε ποιήτριες και πιανίστριες, ακόμα και λογίστριες και καθηγήτριες αλλά όχι παραπάνω: όχι δικάστριες, βουλεύτριες, προς Θεού!”.

Πολλά έχουν γραφτεί για τα θηλυκά επαγγελματικά αλλά δεν υπάρχει ένας ενιαίος κανόνας και η επιλογή αφήνεται κάθε φορά στη διακριτική ευχέρεια του χρήστη της γλώσσας. Ομολογώ ότι κι εγώ μέχρι σήμερα προτιμούσα τη λύση του αρσενικού τύπου (π.χ. η γιατρός, η βουλευτής), όχι μόνο για λόγους οικονομίας, αλλά και γιατί πολλά από τα θηλυκά και κυρίως τα σε -ίνα, -ίσσα, -έσσα μου ακούγονταν κάπως υποτιμητικά και όχι τόσο σωστά όσο οι αντίστοιχοι θηλυκοποιημένοι αρσενικοί τύποι. Ωστόσο, σήμερα κατανοώ ότι πίσω από αυτή τη γλωσσική επιλογή κρύβεται η διεκδίκηση της πλήρους εξίσωσης της γυναίκας με τους άνδρες συναδέλφους της και όχι της αναγνώρισης της διαφορετικότητάς της. Πόσο σωστή -όχι τόσο γραμματικά όσο κοινωνικά- είναι όμως μια επιλογή που αφήνει απέξω από την πρόσληψη του κόσμου μας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού;

“Πίσω από τη γενετική χρήση του αρσενικού δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες, αλλά συχνά μόνον άνδρες”, αναφέρει ο Οδηγός χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στα διοικητικά έγγραφα[2]της πρώην Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, “και ο γλωσσικός εξοβελισμός των γυναικών οδηγεί στον συμβολικό αποκλεισμό τους από όλα τα πεδία και τις δραστηριότητες της κοινωνίας που χαίρουν κάποιας αναγνώρισης ή αξίας”. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η γλώσσα δεν αντανακλά μόνο αλλά επηρεάζει και τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές μας.

Μήπως, λοιπόν, θα πρεπε να σπάσουμε τη δύναμη της συνήθειας και να υιοθετήσουμε μια περισσότερο συμπεριληπτική γλώσσα αποφεύγοντας τον γενικό αρσενικό τύπο; Μήπως είναι προτιμότερο να επιβαρύνουμε τα κείμενά μας με διπλούς (ή ακόμα και περισσότερους) τύπους αντί να τα επιβαρύνουμε με τα έμφυλα στερεότυπα με τα οποία μεγαλώσαμε; Στην τελική το τι είναι και τι δεν είναι δόκιμο στη γλώσσα δεν είναι θέσφατο, αλλά ορίζεται κοινωνικά και επαναπροσδιορίζεται σε κάθε εποχή. Αν θέλουμε, λοιπόν, να κάνουμε ορατές τις γυναίκες στο δημόσιο χώρο, θα έπρεπε να τις κάνουμε ορατές και στον δημόσιο λόγο.

 

Από την Ασπασία Κάκαρη – Επικεφαλής τμήματος Επικοινωνίας, Συνηγορίας & Εκστρατειών

Photo Credits: ActionAid

 

[1] Σαραντάκος Ν., Γλώσσα μετ’ εμποδίων – Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2007.